Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
χαώδης
- απόδοση: που τον χαρακτηρίζει αταξία & σύγχυση / προκειμένου για κλειστό χώρο ιδιαίτερα μεγάλων διαστάσεων
- γένη: -ης -ης -ες
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
η κατάρρευση της οικονομίας επέφερε χαώδη κατάσταση στην χώρα
το εκθεσιακό κέντρο διαθέτει πλήθος αιθουσών καθώς & μία χαώδη αίθουσα που φιλοξενεί ένα απίστευτο αριθμό περιπτέρων