Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
χαρακτηριστικός
- απόδοση: που χαρακτηρίζει / που αποτελεί χαρακτηριστικό στοιχείο
- γένη: -ός -ή -ό
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αποτελεί χαρακτηριστική περίπτωση πολυμαθούς
επέδειξε χαρακτηριστική θέληση & περιόρισε το κάπνισμα στο ελάχιστο
να λάβετε υπ’ όψιν την εξής χαρακτηριστική λεπτομέρεια
ομιλεί με χαρακτηριστική άνεση την Αραβική
παρουσιάζει χαρακτηριστική αναβλητικότητα
το κύριο χαρακτηριστικό των μεταπολεμικών > προπολεμικών γενεών
φέρθηκε με χαρακτηριστική απρέπεια
χαρακτηριστικός τύπος ωφελιμιστή