Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
χαοτικός
- απόδοση: συγκεχυμένος / χαώδης
- γένη: -ός -ή -ό
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
μη διαθέτων σοβαρό επίπεδο & ανίκανος να παράγει παρ΄ εκτός χαοτικές σκέψεις
στους δρόμους επικρατεί χαοτική κατάσταση
τους παρευρισκόμενους τους χαρακτηρίζει χαοτική ιδεολογική διαφορά