Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
ωφέλιμος
- απόδοση: ο επωφελής / ο χρήσιμος / ο ευεργετικός
- γένη: -ος -η -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
απεδείχθη ωφέλιμος άνθρωπος για την κοινωνία
επιδιώκει να αξιοποιήσει το ωφέλιμο βάρος