Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
ωριμότητα
- απόδοση: η ιδιότητα του ώριμου / ανώτατο στάδιο εξέλιξης
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
διαθέτει εμπειρία & ωριμότητα μεγαλύτερη της ηλικίας του
ο επί δίωρο ομιλών απέδειξε το έλλειμμα της πνευματικής ωριμότητός του