Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
ώριμος
- απόδοση: ο ευρισκόμενος σε ανώτατο στάδιο ανάπτυξης εξέλιξης ή τελείωσης / που βρίσκεται σε στάδιο βιολογικής ή πνευματικής τελείωσης / που έχει φθάσει σε ικανό στάδιο εξέλιξης ώστε να ευνοείται η εκδήλωση γεγονότος
- γένη: -ος -η -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
βρίσκεται πλέον σε ώριμη ηλικία
έπεσε ως ώριμο φρούτο
√ απόδοση: που συμπληρώθηκε ο χρόνος του ώστε να συμβεί
η επικρατούσα κατάσταση προσφέρει ώριμες συνθήκες
το αποφάσισε κατόπιν ωρίμου σκέψεως
ώριμη παρά το νεαρό της ηλικίας