Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
ψυχωφελής
- απόδοση: που διαμορφώνει ηθικό & ενάρετο χαρακτήρα
- αντίθετο: ψυχοφθόρος
- γένη: -ής -ής -ές
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αρέσκεται στην ψυχωφελή απασχόληση δια της αναγνώσεως ποιημάτων
διανθίζει την καθημερινότητα με την ψυχωφελή ενασχόληση της λεξιθηρίας