Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
ψυχοφθόρος
- απόδοση: που διαφθείρει την συνείδηση ατόμου
- αντίθετο: ψυχωφελής
- γένη: -ος -α -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
ανελέητη η ψυχοφθόρος διείσδυση επί των μαζών
αντιμετωπίζει ανεπαρκώς τα ψυχοφθόρα πάθη του
ασκεί ψυχοφθόρο επάγγελμα
υφίσταται ψυχοφθόρο κατάσταση