Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
ψυχορραγών
- απόδοση: που βρίσκεται σε κατάσταση κατάρρευσης & πλήρους διάλυσης
- γένη: -ών -ούσα -όν
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
απειλείται να διαλυθεί εις τα εξ ων συνετέθη η ψυχορραγούσα εταιρεία