Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
σωρεία
- απόδοση: το σε μεγάλο αριθμό / το μέγα πλήθος
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
εκδηλώθηκε σωρεία προβλημάτων
παρατηρείται σωρεία σφαλμάτων κατά τη λειτουργία του συστήματος
του καταλογίζουν σωρεία λαθών & παραλήψεων