Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
σφάλμα
- απόδοση: λανθασμένη κρίση απόφαση ή ενέργεια / ενέργεια ή παράλειψη που έρχεται σε αντίθεση με του αποδεκτούς κανόνες επί θεμάτων κοινωνικών ηθικών ή θρησκείας / παρέκκλιση από επιστημονικούς κανόνες
- γένη: το
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
λ αμελητέο & ανάξιο λόγου
λ ανθρώπινο
λ αντιμετωπίσιμο
λ επιπολαιότητος
λ λόγω κοπώσεως
λ μη παραδεκτό
λ ολκής
λ σκοπιμότητος
λ της φύσεως