Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
συσχετισμός
- απόδοση: αμοιβαία σχέση ανάμεσα σε δύο ή περισσότερες καταστάσεις όταν αυτές μεταβάλλονται ταυτόχρονα επειδή εξαρτώνται από κοινές αιτίες ή από δεσμό αιτιότητος
- γένη: ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
ανατρέπουν οι εξελίξεις τους συσχετισμούς δυνάμεων εκ βάθρων
η εξέλιξη αυτή διαμορφώνει νέους συσχετισμούς στην αγορά