Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
συντηρητικός
- απόδοση: που εκφράζεται υπέρ της διαφύλαξης της παράδοσης σε κάθε ανθρώπινη δραστηριότητα αντιμετωπίζοντας με επιφύλαξη κάθε νεωτερισμό
- αντίθετο: προοδευτικός
- γένη: -ός -ή -ό
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
ακολουθεί συντηρητική πολιτική στην διοίκηση της εταιρείας του
δείχνει προτίμηση στα συντηρητικά ενδύματα > υποδήματα
κατά παράδοση προσφέρει τη ψήφο του στο συντηρητικό κόμμα
ο γιατρός συνέστησε συντηρητική θεραπευτική αγωγή
φύσει συντηρητικό άτομο
χαρακτηρίζεται από συντηρητικές απόψεις > αντιλήψεις