Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
συνεχής
- απόδοση: που συμβαίνει χωρίς διακοπή
- γένη: -ής -ής -ές
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αντιμετωπίζουμε κατάσταση συνεχή εκβαρβαρισμού