Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
συνεπής
- απόδοση: ο σταθερός στους σκοπούς που θέτει / που σκέπτεται & ενεργεί σύμφωνα με τις αντιλήψεις τις ιδέες τις πεποιθήσεις του / που με ακρίβεια εκτελεί ότι αναλαμβάνει / ο ακριβής στις δεσμεύσεις του
- γένη: -ής -ής -ές
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
άτομο συνεπές στα υποσχόμενα
όπως πάντα λ στις υποσχέσεις του > στις υποχρεώσεις του
πάντα λ στα ραντεβού του
συνεπέστατος στις υποχρεώσεις του
τελευταίως διόλου λ με τον εαυτό του