Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
συνεκτικός - 1
- απόδοση: που διατηρεί τη συνοχή / που ενώνει αρμονικά
- γένη: -ός -ή -ό
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
εκφράζεται κατά τρόπο συνεκτικό διατηρεί δε σε εγρήγορση το ενδιαφέρον κάθε ακροατή