Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
συμφορά
- απόδοση: απρόσμενο γεγονός που προκαλεί δυστυχία / χαρακτηρισμός προσώπου θεωρούμενου υπαίτιου συμφοράς
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αντιλαμβανόμενος το ειλικρινές ενδιαφέρον του εμπιστεύθηκε την λ που του έτυχε
την εξ Εσπερίας συμφορά που δεχθήκαμε αντιμετωπίσαμε στωικώς