Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
συμβολικός
- απόδοση: που αποτελεί σύμβολο / που η σημασία δεν υπολογίζεται τόσο με την υλική αξία όσο με το νόημα που εκφράζει
- γένη: -ός -ή -ό
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
εδέχθη εκ μέρους του συμβολική βοήθεια > αμοιβή
τον βοήθησε με συμβολικό τρόπο