Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
στοιχειώδης
- απόδοση: ως το πρωταρχικό & αναγκαίο / που εμφανίζεται στον ελάχιστο αλλά αναγκαίο βαθμό
- γένη: -ης -ης -ες
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αναφέρεται σε στοιχειώδεις υποχρεώσεις
από την καθημερινότητά του λείπουν & τα στοιχειώδη
έλαβε στοιχειώδη παιδεία
εφάρμοσε τα στοιχειώδη μέτρα ασφαλείας
κινείται στερούμενος στοιχειωδών μέσων βοηθείας
παρέχεται στοιχειώδης εκπαίδευση
περίπτωση κατά την οποία απουσιάζει & η στοιχειώδης ανθρωπιά