Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
στερεότυπος
- απόδοση: που επαναλαμβάνεται με την ιδία μορφή ή τον αυτό τρόπο
- γένη: -ος -η -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αντέδρασε με στερεότυπα συναισθήματα
έλαβε στερεότυπη απάντηση
εξεφράσθη με στερεότυπη φράση
η παρούσα έκδοση προσφέρει αμιγώς στερεότυπο κείμενο
υπέβαλε στερεότυπο ερώτημα