Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
σοβαρός
- απόδοση: που ενεργεί με περίσκεψη / ο συγκρατημένος στις εκδηλώσεις / το ιδιαίτερα σημαντικό
- γένη: -ός -ή -ό
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αναμένονται σοβαρές εξελίξεις
αντιμετωπίζουμε μία καθ΄ όλα σοβαρή κατάσταση υγείας
απεκόμισε σοβαρά κέρδη από την εν λόγω επένδυση
διατρέχει σοβαρό κίνδυνο κατάρρευσης η εν λόγω εταιρεία
έδωσε την εντύπωση σοβαρού κυρίου
ελλοχεύουν σοβαρότατοι κίνδυνοι
παιδιόθεν λάτρης της σοβαρής μουσικής
υπάρχει σοβαρό ενδεχόμενο να οδηγηθεί σε πτώχευση