Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
σαφής
- απόδοση: που γίνεται αμέσως κατανοητό / που διακρίνεται καθαρά
- γένη: -ής -ής -ές
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
έχει σαφή εικόνα του γεγονότος > της καταστάσεως > του προβλήματος
οι πρώτες ενδείξεις δεν επιτρέπουν την διαμόρφωση σαφούς συμπεράσματος