Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
ριψοκίνδυνος
- απόδοση: που αψηφά τους κινδύνους / ο τολμηρός
- γένη: -ος -η -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
λόγω χαρακτήρος αρέσκεται σε ριψοκίνδυνες επιλογές
προέβη σε ριψοκίνδυνο τόλμημα