Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
ρευστότητα
- απόδοση: ο βαθμός ευκολίας που ρέει κάποιο ρευστό σώμα / κατάσταση που παρουσιάζει έλλειψη σταθερότητας / η μεταξύ ληξιπρόθεσμων οφειλών & διαθέσιμων μετρητών σχέση
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
παρουσιάσθηκε πρόβλημα ρευστότητος στην αγορά η δε κυβέρνηση προτίθεται να την αναθερμάνει δια μέσου των τραπεζών