Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
προχωρημένος
- απόδοση: που προχωρεί μπροστά / που ακολουθεί διαδικασία που οδηγεί σε ανώτερη βαθμίδα ή προς το τέλος καταστάσεως / που θεωρείται προοδευτικό / που είναι πρωτοποριακό
- γένη: -ος -η -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
ακολουθεί ως χειρουργός προχωρημένες μεθόδους
αν & καλοστεκούμενη δεν παύει να βρίσκεται σε προχωρημένη ηλικία
εκφράζει από νέος προχωρημένες απόψεις
η εγκυμοσύνη βρίσκεται σε προχωρημένη κατάσταση
παρακολουθεί την Γερμανική σε προχωρημένο στάδιο