Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
προχειρότητα
- απόδοση: που δεν εμπεριέχει μελέτη ή επιμέλεια / για κάτι που γίνεται με ευτελή υλικά
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
από χαρακτήρος δρα με λ
οι κινήσεις του διακρίνονται από εκνευριστική λ
το έργο παρουσιάζει εικόνα προχειρότητας