Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
προτεραιότητα
- απόδοση: η πρώτη κατά σειρά ενδιαφέροντος κατά την ιεράρχηση στόχων / η δυνατότητα που προσφέρεται προκειμένου να προηγηθεί κάτι ή κάποιος το ευρισκόμενο σε σειρά αναμονής
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
ακολουθεί σειρά προτεραιότητας στην επίλυση > διευθέτηση υποθέσεων
η πελατεία εξυπηρετείται με σειρά προτεραιότητας
ως διευθύνων επιδιώκει να δίνει λ σε κάθε τι το μακροπρόθεσμο & όχι το άμεσο