Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
προσωπικότητα
- απόδοση: το σύνολο των πνευματικών & ψυχικών χαρακτηριστικών κάθε ατόμου καθώς & η προκύπτουσα συμπεριφορά εξ αυτών / προκειμένου για άτομο που διακρίνεται για την αξία του την θέση που κατέχει ή την επιρροή την οποία ασκεί / προκειμένου για κάτι το οποίο το διακρίνει πρωτοτυπία που δεν είναι απρόσωπο
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
η προσωπικότητά του παρουσιάζει ένα εξόχως ενδιαφέρον ειδικό βάρος
ο χώρος εργασίας της λαμπυρίζει από διακρινόμενη λ
η προσωπικότητά του παρουσιάζει ένα εξόχως ενδιαφέρον ειδικό βάρος
ο χώρος εργασίας της λαμπυρίζει από διακρινόμενη λ