Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
προσφερόμενος
- απόδοση: που δίδεται σε κάποιον ή προσφέρεται προς χάριν του
- γένη: -ος -η -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
ευτελές το προσφερόμενο ποσό
λόγω αφελείας είναι & προσφερόμενος προς εκμετάλλευση
ποσό που αποτελεί την προσφερόμενη βοήθεια προς εσέ & πέραν τούτου ουδέν
τον ευχαρίστησε για τις προσφερόμενες υπηρεσίες