Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
προστατευόμενος
- απόδοση: που τελεί υπό την συνεχή υποστήριξη άλλου ισχυρότερου / προκειμένου για άτομο ή σύνολο ατόμων που υποστηρίζεται με μη αξιοκρατικό τρόπο / είδος της χλωρίδας ή της πανίδας που λαμβάνοντας τα απαραίτητα μέτρα διαφυλάσσεται από εξαφάνιση ή καταστροφή
- γένη: -ος -η -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
η αρκούδα αποτελεί από ετών προστατευόμενο είδος του οποίου απαγορεύεται το κυνήγι ή η αιχμαλωσία
η Οία αποτελεί παραδοσιακό οικισμό προστατευόμενο από το κράτος λόγω της μοναδικότητας που παρουσιάζει
πρόκειται για υπάλληλο προστατευόμενο του διευθύνοντος συμβούλου