Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
προσοντούχος
- απόδοση: που διαθέτει εν αφθονία προσόντα & κυρίως τα απαραίτητα για την άσκηση κάποιου επαγγέλματος
- γένη: -ος -ος -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’