Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
προκύπτων
- απόδοση: που παρήχθη ως αποτέλεσμα καταστάσεως
- γένη: -ων -ουσα -ον
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αδυνατεί εκ των πραγμάτων να αντιμετωπίσει την προκύπτουσα κατάσταση
γεγονός ότι το προκύπτον αποτέλεσμα απέχει πολύ από το ζητούμενο
δείχνει να αγνοεί πλήρως τις προκύπτουσες συνέπειες
η προκύπτουσα εικόνα τυγχάνει ανεπαρκής
μας εντυπωσίασε η προκύπτουσα ιδέα από την συζήτηση