Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
πρόδηλος
- απόδοση: που γίνεται αμέσως αντιληπτός / ο προφανής / ο ολοφάνερος
- αντίθετο: άδηλος / δυσδιάκριτος
- γένη: -ος -η -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
είναι πρόδηλο ότι επιδιώκει την εξαγορά συνειδήσεων προκειμένου να επιτύχει του σκοπού του