Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
προβληματικός
- απόδοση: που παρουσιάζει προβλήματα & δυσκολίες
- γένη: -ός -ή -ό
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αντιμετωπίζουμε προβληματική περίπτωση > κατάσταση
άτομο με προβληματικό χαρακτήρα
είναι λ άνθρωπος που δυσκολεύει τις καταστάσεις παρά να τις διευκολύνει
εκφράζει προβληματική συμπεριφορά
εν τέλει κατέληξε προβληματική επιχείρηση
η επίτευξη συμφωνίας κατέστη εμφανώς προβληματική
παρουσιάζει προβληματική υγεία
το αυτοκίνητο ήταν εξ αρχής προβληματικό