Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
πρόβλημα
- απόδοση: περίπλοκη κατάσταση που επιζητεί διευθέτηση / ζήτημα δυσχερές που δημιουργεί δυσλειτουργία & αρνητική κατάσταση / ερώτημα για το οποίο επιζητείται απάντηση με δοκιμασμένο τρόπο κυρίως επιστημονικό
- γένη: το
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αντιμετωπίζει τα προβλήματα υγείας με ιατροφοβία
βρίσκεται αντιμέτωπος με λ δισεπίλυτο > μη αντιμετωπίσιμο
δυσβάστακτο λ πέραν δε των φυσικών αντοχών
η αύξηση τιμών των αγαθών συνιστά πρόβλημα σοβαρό για την ήδη δοκιμασμένη πλειονότητα των καταναλωτών
καλείται να διευθετήσει πολυπλοκότερο λ από ότι αναμένετο
υπάρχει πρόβλημα οξύτατο
πρόβλημα…
λ αιχμής
λ αντοχής υλικού
λ επιβίωσης
λ επικοινωνίας
λ ζωτικό
λ κατανόησης
λ παρουσιαστικού
λ που παραμένει ακανθώδες > άλυτο > ανοικτό
λ που χρειάζεται μία εντελώς ιδιαίτερη αντιμετώπιση
λ προσαρμογής
λ συναισθηματικής ανεπάρκειας > φόρτισης
λ συνεννόησης
λ το οποίο έχει προσλάβει ασύμμετρες διαστάσεις
λ το οποίο τείνει να γίνει χρόνιο
λ υπογεννητικότητας