Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
ποταπός
- απόδοση: τιποτένιος / ευτελής / πρόστυχος
- γένη: -ός -ή -ό
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
καταναλώνει ικανή ποσότητα αεριούχων ποτών ρευόμενος ασύστολα κατά τρόπο ποταπό & απρεπή