Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
πολυχρησιμοποιημένος
- απόδοση: που έγινε χρήση πέραν του δέοντος
- γένη: -ος -η -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
είναι πολυχρησιμοποιημένο & εφθάρη
το εσχάτως πολυχρησιμοποιημένο στυλ συμπεριφοράς που προβάλλεται από τηλεοράσεως κουράζει αφόρητα