Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
πρωτόγνωρος
- απόδοση: προκειμένου για κάτι που βλέπει αντιμετωπίζει ή δοκιμάζει κανείς για πρώτη φορά
- γένη: -ος -η -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
βίωσε μία πρωτόγνωρη εμπειρία κατά την παραμονή στο Αμβούργο
πρωτόγνωρο για τα Ελληνικά πράγματα το συμβάν