Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
πρωτοκλασάτος
- απόδοση: που ανήκει στην ανώτερη βαθμίδα ενός συνόλου
- γένη: -ος -η -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
πρόκειται για πρωτοκλασάτο αστέρι των ραδιοτηλεοπτικών μέσων
υπήρξε πρωτοκλασάτο στέλεχος στο Γενικό Λογιστήριο του Κράτους