Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
πρωτοφανής
- απόδοση: ο ιδιαίτερα ασυνήθιστος / ο παράδοξος / που προκαλεί κατάπληξη
- γένη: -ής -ής -ές
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
πρωτοφανές γεγονός το οποίο & μας εξέπληξε
πρωτοφανής…
λ απρέπεια καθ΄ όλα απαράδεκτη
λ η κοσμοσυρροή που παρατηρείται στο Εθνικό Θέατρο
λ κατάσταση
λ συμπεριφορά εκ μέρους του