Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
ποιοτικός
- απόδοση: που χαρακτηρίζεται από ποιότητα σε αντιδιαστολή με την ποσότητα
- γένη: -ός -ή -ό
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
διαθέτει ώριμη & ποιοτική σκέψη
λάτρης της ποιοτικής μουσικής κι ένθερμος ακροατής του 3ου προγράμματος
στο γραφείο του υπάρχει πάντα κάποιο ποιοτικό βιβλίο με το σελιδοδείκτη να αναμένει
το προϊόν το απέρριψε ο ποιοτικός έλεγχος του εργοστασίου