Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
πλουσιόδωρος
- απόδοση: ο με αφθονία διαθέτων κάτι
- γένη: -ος -η -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
εδέχθη εκ μέρους του λ προσφορά αγαθών
προκειμένου να ευδοκιμήσει το οραματιζόμενο ίδρυμα απαιτείται η πλουσιόδωρη ευεργεσία Μαικήνα τινός