Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
πλήρης
- απόδοση: που περιέχει το δυνάμενο να χωρέσει / που περιέχει ποσότητα εν αφθονία / ο ολοκληρωμένος / ο σε απόλυτο βαθμό ή μέγεθος
- γένη: -ης -ης -ες
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αισθάνομαι λ φαγητού
απεβίωσε σε βαθύ γήρας λ ημερών
επιδιώκει τον πλήρη έλεγχο της καταστάσεως
η μουσική που απολαμβάνω είναι λ συναισθημάτων
καθιερώθηκε το αρκτικόλεξο διότι είναι μακρόσυρτη η λ επωνυμία
ό,τι ειπώθηκε αποτελεί την πλήρη αλήθεια
το γεύμα που του προσέφερε είναι πλήρες βιταμινών
το δοχείο είναι πλήρες οίνου > ελαίου
χαίρει πλήρους υγείας