Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
- απόδοση: σε μεγάλη ποσότητα / σε μεγάλο βαθμό / άτομο με έντονη προσωπικότητα
- γένη: -ός -ή -ό
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
ανέκαθεν εξέφραζε πληθωρικά συναισθήματα
δεν μπόρεσε να αντισταθεί στην θέα μίας τόσο πληθωρικής γυναίκας
έδειχνε να απολαμβάνει δια των ομματίων το πληθωρικό στήθος της
πληθωρική έως προκλητική η επίδειξη χρημάτων εκ μέρους του
πληθωρική προσωπικότητα με έντονο το στοιχείο της ιδιαιτερότητας
τον αντιμετώπισε με πληθωρική ευγένεια
τον συντροφεύει μία ενδιαφέρουσα γυναίκα με πληθωρική παρουσία
του μίλησε με πληθωρική αυθάδεια
υπήρξε πληθωρικός τύπος