Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
πλεονέκτημα
- απόδοση: που επενεργεί ευνοϊκά / που προκαλεί υπεροχή έναντι άλλων & αποφέρει όφελος
- γένη: το
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
διανοούμενος με το λ του πνεύματος & της εξαιρετικής παιδείας
έμπορος με το λ της ικανότητας στο επιχειρείν εκ των ολίγων
μελετηρός που πέραν από φιλομαθής διαθέτει το λ της απομνημόνευσης