Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
πιστός
- απόδοση: ο έμπιστος & αφοσιωμένος / ο ακριβής σε σχέση με το πρωτότυπο / ο αφοσιωμένος οπαδός θρησκείας
- αντίθετο: άπιστος
- γένη: -ός -ή -ό
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
έδωσε μία πιστή εικόνα της πραγματικότητος
είναι πιστό αντίγραφο του πατέρα του
πιστός...
λ ιπποκόμος
λ στις αρχές του > στις ιδέες του > στις πεποιθήσεις του
λ στο γράμμα του Νόμου
λ στρατιώτης
λ συνεργάτης επί σειρά ετών
λ υπηρέτης
λ φίλος από τα παιδικά του
λ χριστιανός
πιστή...
λ αναπαράσταση
λ μετάφραση
λ Πηνελόπη
λ στη μόδα
πιστό...
λ αντίγραφο
λ σκυλί