Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
περιττός
- απόδοση: το πλεονάζων / που δεν χρησιμεύει / ο μη άρτιος αριθμός
- γένη: -ός -ή -ό
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αναλίσκονται σε περιττές συζητήσεις
από χαρακτήρος αποφεύγει τις περιττές κινήσεις
απορριπτικός με τα περιττά πράγματα
αποτελεί περιττό βάρος στην αντιμετώπιση της καταστάσεως
εκ της επιδιδόμενης πολυφαγίας φέρει περιττά κιλά
προέκυψε περιττός αριθμός
προκαλεί περιττά έξοδα