Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
περίσταση
- απόδοση: συγκυρία / κατάσταση πραγμάτων σε ορισμένη χρονική στιγμή
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αξιοποίησε το κλίμα των περιστάσεων & απέκτησε οικονομική ευρωστία
αποδείχτηκε ανάξιος των περιστάσεων
δρα κατά τις περιστάσεις
√ απόδοση: ανάλογα με το πώς διαμορφώνονται οι καταστάσεις
τα μέτρα που έλαβε η διοίκηση είναι κατώτερα των περιστάσεων