Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
περιβόητος
- απόδοση: ο γνωστός σε όλους / για τον οποίο έχει γίνει πολύς λόγος
- γένη: -ος -η -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αναφέρομαι στον περιβόητο ψυχαναλυτή της υψηλής κοινωνίας
το Σάββατο θα απολαύσουμε στο Μέγαρο Μουσικής τον περιβόητο τενόρο τον προερχόμενο από την Ισπανία