Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
περιβάλλων
- απόδοση: που βρίσκεται γύρω γύρω / που βρίσκεται γύρω μου
- γένη: -ων -ουσα -ον
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
έδωσε χειρίστη εντύπωση στους περιβάλλοντες ανθρώπους
εξαιρετική η περιβάλλουσα κατάσταση
η κατοικία του διανθίζεται από εξαίρετο περιβάλλοντα χώρο
πολυτελείς στην πλειονότητά τους οι περιβάλλουσες κατοικίες